- μεσολόβιο
- τοβλ. μεσολόβιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσολόβιος — α, ο θηλ. και ος 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αφορά στους λοβούς ενός οργάνου ή βρίσκεται ανάμεσα τους (α. «μεσολόβιος πλευρίτιδα» β. «μεσολόβιος σχισμή» γ. «μεσολόβιος χώρος») 2. (το ουδ., ως ουσ.) το μεσολόβιο ανατ. μεγάλος εγκάρσιος σύνδεσμος… … Dictionary of Greek
ρινεγκέφαλος — ο, Ν 1. ανατ. τμήμα τού εγκεφάλου το οποίο αποτελείται από την κάτω επιφάνεια τού μετωπιαίου λοβού και από την περιοχή τού εγκεφαλικού φλοιού γύρω και κάτω από το μεσολόβιο και τους σχετικούς εν τω βάθει πυρήνες τών περιοχών αυτών 2. ζωολ. το… … Dictionary of Greek
τελικός — ή, ό / τελικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέλος, τελευταίος 2. (στους Στωικούς) αυτός που σχετίζεται με το τέλος, δηλαδή το ύψιστο αγαθό, ή αυτός που το εμπεριέχει («ἀγαθὰ τελικά», Στωικ.) 3. γραμμ. αυτός που ανήκει… … Dictionary of Greek
ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… … Dictionary of Greek
ψαλτήρι(ο) — το 1. βιβλίο που περιέχει ψαλμούς. 2. τριγωνικό τμήμα του εγκεφάλου κάτω από το μεσολόβιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)